- μονοφασικός
- η , ό[ν] эл. однофазный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοφασικός — ή, ό 1. βιολ. ο σχετικός με την καταγραφή τής δραστηριότητας μιας νευρικής ίνας από ένα μόνο ηλεκτρόδιο που είναι τοποθετημένο κοντά στην ίνα, ενώ το ηλεκτρόδιο αναφοράς παραμένει σε ορισμένη απόσταση 2. φρ. (ηλεκτρ.) «μονοφασικό ρεύμα»… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek